- λιχήν,-ῆνος
- ὁ N 3 2-0-0-0-0=2 Lv 21,20; 22,22a lichen-like blemish (on the skin)Cf. HARLÉ 1988, 45; WALTERS 1973, 32
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
λιχήν — λιχήν, ῆνος, ὁ (Α) βλ. λειχήνα … Dictionary of Greek
λειχήνας — ο, και λειχήνα, η (AM λειχήν, ῆνος, ὁ, Α και λιχήν, ῆνος, Μ και λειχήνα και λειχήνη, ἡ) 1. βοτ. θαλλόφυτο που εμφανίζεται στον φλοιό δένδρων ή στην επιφάνεια λίθων και το οποίο είναι συμβιωτικό φυτό που αποτελείται από ένα μικροσκοπικό φύκος και… … Dictionary of Greek